βαθμοθετώ
Смотреть что такое "βαθμοθετώ" в других словарях:
βαθμοθετώ — ησα, βαθμοθετημένος, καθορίζω το βαθμό, διαβαθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθμοθετώ — ησα, βαθμοθετημένος, καθορίζω το βαθμό, διαβαθμίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)